προσληπτικός

προσληπτικός
-ή, -όν, Α [προσλαμβάνω]
1. αυτός που παίρνει κάτι επιπροσθέτως, που προσλαμβάνει
2. (λογ.) (σχετικά με συλλογισμό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση
3. εκκλ. (σχετικά με τον Ιησού Χριστό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απόκτηση τής ανθρώπινης φύσης μέσω τής σαρκώσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσληπτικός — assumptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικά — προσληπτικός assumptive neut nom/voc/acc pl προσληπτικά̱ , προσληπτικός assumptive fem nom/voc/acc dual προσληπτικά̱ , προσληπτικός assumptive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικόν — προσληπτικός assumptive masc acc sg προσληπτικός assumptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικοί — προσληπτικός assumptive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικοῦ — προσληπτικός assumptive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικῆς — προσληπτικός assumptive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτική — προσληπτικός assumptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικήν — προσληπτικός assumptive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσληπτικῶς — προσληπτικός assumptive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”