- προσληπτικός
- -ή, -όν, Α [προσλαμβάνω]1. αυτός που παίρνει κάτι επιπροσθέτως, που προσλαμβάνει2. (λογ.) (σχετικά με συλλογισμό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση3. εκκλ. (σχετικά με τον Ιησού Χριστό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απόκτηση τής ανθρώπινης φύσης μέσω τής σαρκώσεως.
Dictionary of Greek. 2013.